ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

ΕΠΙ-ΣΚΕΨΕΙΣ:

19 Σεπτεμβρίου 2008

“The King” -Τί υπέροχο Χριστιανικό έργο !!!!

Φίλοι καί φίλες,
Στην αρχή το πέρασα γιά ψυχανώμαλο δημιούργημα παρανοϊκών υποκουλτουριάρηδων παραγωγού και σκηνοθέτη. [Αμερικάνων, τί άλλο ;]
Ύστερα μπήκαν στη μέση σκηνές σε ευαγγελική - ίσως newborn - εκκλησία, ξέρετε, απ' αυτές πού παίζουν ρόκ και χτυπάνε παλαμάκια, με τον παπά σε στύλ κονφερασιέ να βγάζη στη σκηνή τις "μαρτυρίες" των πιστών και σε κάθε πρόταση να αρχίζη και να τελειώνη λιγωμένος - κατασυγκινημένος με το "Jesus"....
"Άσε, να κάτσω να το δώ" είπα, προπαγάνδα τού προέδρου της χώρας, εύκολος προσηλυτισμός από το ιδιωτικό του τηλεοπτικό κανάλι...γιά να δούμε τι θεάματα προσφέρει στούς υπηκόους του....
Καί γιά να ξηγιόμαστε...μόνον θεάματα, διότι τον "άρτο" τον τρώει όλον μόνος του.
Ούτε γιά αντίδωρα δεν αφήνει στο ποίμνιο (!)
Καίτοι ο ίδιος (ιδρυτικό εν Μαδαγασκάρη) μέλος αυτής της - πώς την είπαμε - "ευαγγελικής - ίσως newborn - εκκλησίας", ναί, ναί, ναί.....
Γιά όσους εξ Υμών δεν "μπήκανε" - δεν εννόησαν - άς τα κάνω λιανά.
Το έργο άρχισε σήμερα 18.9.08 κατά τις έντεκα καί μόλις τελείωσε, μεσάνυχτα και κάτι, στο κανάλι MBS (Malagasy Broadcast System), πού είναι το προσωπικό κανάλι τού προέδρου.
Έσπευσα να γράψω την υπόθεση στο συνημμένο, ούτως ώστε όσοι εκ των παραληπτών = Χριστιανοί να μην σκανδαλισθούν και μοι επιτεθώσι βιαίως, [δεν τη σηκώνω τη δογματική βία - τη μπούχτισα από το δημοτικό], αλλά να μήν ανοίξουν κάν το word [κανείς δεν θα το κάνη γιατί οι χριστιανοί είναι πάντοτε μαζόχες...]
Καλή ανάγνωση σε όλους (όσους θέλουν)
Με ανοιχτόκαρδη διάθεση από Μαδαγασκάρη (ώρα 5.30 το πρωί - πού να μού κολλήση ύπνος!)
Ζείρων


Αμερικάνικη παραγωγή της φτήνειας με άγνωστους ηθοποιούς. Μόνη εξαίρεση ο πενηντάρης πού παίζει τον παπά newborn Christian, πού συνήθως κάνει τον σερίφη με τα τσιγκελωτά μουστάκια σε παρόμοιες μπουρδοπαραγωγές.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

[Όσο γίνεται πιό αναλυτική]

Ένα Αμερικανάκι, ο πρωταγωνιστής, απολύεται από τις τάξεις τού ναυτικού. Παίρνει το μπογαλάκι του και αφήνει γειά στο αντιτορπιλικό πού είχε υπηρετήσει. Πρώτη του δουλειά να αγοράση ένα φτηνό αυτοκίνητο. Μιά Mercury μοντέλλο 1969.

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει σε μιά πόλη – ποτέ δεν δίνουν όνομα οι Αμερικάνοι γιά να μην παίρνουμε με κακό μάτι τούς κατοίκους – όπου νοικιάζει μιά φτηνή γκαρσονιέρα της κακιάς ώρας.

Κάπου εκεί κοντά μένει ο πάστορας (προσοχή μήν αναγραμματίσουμε το «α» σε «ου» και εκτεθούμε), δηλαδή ο παπάς με το ετοιματζίδικο μπέζ κοστουμάκι , μή φανταστήτε κανένα ρασοφόρο καί κάνετε λάθος συνειρμούς!

Ο πάστορας έχει έναν γιό χριστιανοροκά 17 χρονών και μία κόρη δεκαέξι (παρθένα)

Ο απολυθείς ναύτης ζαχαρώνει την παρθένα.

Την Κυριακή στην εκκλησία ο γιός τού παπά παίζει στην ηλεκτρική κιθάρα Christian hard rock, τραγουδάει με μελιστάλακτη φωνή μελιστάλακτους στίχους, σε στύλ

Jesus, you live in our heart

Jesus, you live in our soul

Jesus, you are our father

We all love you, oh Jesus!!!!

Το εκκλησίασμα εκστασιάζεται, χτυπάει παλαμάκια, κουνιέται δεξιά αριστερά με μάτια βουρκωμένα από.....(από τί – αλήθεια - ;) κι ένα χαμόγελο σαν τού Κλίντον όταν η Μόνικα, πιστή στο καθήκον, τού έλυνε τα κουμπιά τού παντελονιού... πού λέτε... τι να λέμε τώρα...άσ’τα καλύτερα, οπότε νά’σου ξεμπουκάρει....

«Ποιός ; Ο Ζορρό ;»

Όχι, ρε παιδιά, ο πάστορας – κονφερασιέ – με το μπέζ κοστουμάκι.

Κάνει το νουμεράκι του, αναλύει γιατί πρέπει να έχη ο κόσμος πίστη στο θεό, αφού ο θεός έφτιαξε τα λουλουδάκια να τρώνε οι μέλισσες και να μας δίνουν μέλι, τα σκουληκάκια να τρώνε οι γαρίδες κι έμείς να τις τρώμε σαγανάκι με φέτα και φρέσκια ντομάτα, τον μαιντανό να τον τρώη ο παπαγάλος και να γαμοσταυρίζη τον Μεγάλο Κωσταντίνο από το λόξυγγα καί, γενικώς, πού λέτε....τί να πήτε τώρα....τα είπε όλα εκείνος ο πάστωρ με το τσιγκελωτό μουστάκι...

Μετά τήν απόλυση (αντίδωρα δεν είδαμε, όμως απ’ ότι ξέρω συνήθως σερβίρεται τσάι με βουτηματάκια) ο πρώην ναύτης πρωταγωνιστής μπαίνει στό αμάξι του και παίρνει από πίσω το 4Χ4 αυτοκίνητο (όχι παίζουμε..!) τού παπά πού έχει και την οικογένεια μέσα.

Ο παπάς τον παίρνει πρέφα από το καθρεφτάκι, σταματάει καί κατεβαίνει.

«Τί θέλετε κύριε ; Γιαί μας παρακολουθείτε ;» τον ρωτάει συνοφρυωμένος με το τσιγκελωτό μουστάκι σε απειλητική ετοιμότητα, σαν τον Ομέρ Βρυώνη.

«Όχι, όχι, κύριε» ψελλίζει ο νέος. «Νά εγώ μόλις απολύθηκα και μόλις ήρθα στην πόλη σας, μένω εδώ λίγο παρακάτω, καί....»

«Καί...τί ;» τον κατακεραυνώνει ο πάστωρ

«Νά...την μητέρα μου την έλεγαν Γιολάντα» ξεφουρνίζει κομπιάζοντας ο νέος, λές και ντρεπότανε σάν να ήθελε να πή «παναγία» ή «μαντουβάλα» ή «παναγία μαντουβάλα», το ίδιο κάνει, δε βαρυέσαι !

Ο πάστωρ άλλαξε στη στιγμή ύφος και στάση, λές και του είπε ο Ντα Βίντσι ότι τον έπαιρνε βοηθό, ή ο Μπούς ότι τον έστελνε αρχιστράτηγο στο Ιράκ.

«Έλα να σού συστήσω την οικογένειά μου» τού είπε παίρνοντάς τον από το χέρι, οδηγώντας τον στο 4Χ4.

«Από δώ η γυναίκα μου Σάρα» (τί περίεργο, οι μισές Αμερικάνες νά’ναι συνονόματες με τη γυναίκα τού εβραίου εθνοπατριάρχη), «ο γιός μου Μπόμπ και η κόρη μου Μάλορυ»

«Χαίρω πολύ» είπε ο νέος

«Καί τώρα γειά χαρά» είπε ο παπάς ανοίγοντας την πόρτα και στρογγυλοκαθιζούμενος (μωρέ μπράβο ευγένεια ο πάπαρδος!)

Μόλις γύρισε ο νέος να πάη πρός το αυτοκίνητό του ο παπάς απευθυνόμενος πρός όλα τα μέλη της οικογένειάς έβγαλε το φιρμάνι «Σας απαγορεύω να ξαναμιλήσετε με αυτόν τον άνθρωπο»

Έλα όμως πού «αυτός ο άνθρωπος» είχε βάλει στο μυαλό του να ξελογιάση την παρθένα..

Στήθηκε έξω από το σχολείο της με τη σαραβαλοκουρσάρα του «έλα, καλέ, να σε πάω βόλτα» «Μπά, μπά, ο μπαμπάς» «Καλέ τι λές τώρα, μιά βολτίτσα, ίσα ίσα να σού αγοράσω γλυφιτζούρι» «Όχι, όχι, δεν κάνει» «Καλά έλα να σε κεράσω κόκα κόλα», οπότε η νεαρά, στο άκουσμα της μαγικής λέξης, ενέδωσε, την επόμενη ξανα-ενέδωσε, την τρίτη ο ναύτης την πήγε σε κάποια εξοχή με φρέσκο παχουλό γρασίδι και της πήρε ό,τι πολυτιμώτερο είχε.

«Τώρα, ύστερα από αυτό πού σού’κανα, εξακολουθείς να με αγαπάς;» ρώτησε ο μ... σαν μ...το κοριτσάκι

Το μικρό τον κοίταξε στα μάτια με αφοσίωση, όπως η Δαλιδά τον Σαμψών, (γιά να μην ξεφεύγουμε από τις βιβλικές παρομοιώσεις) και τού’σκασε ένα ρουφηχτό φιλί γιά απάντηση

Ύστερα από κανα δυό «γρασιδάτα» η κόρη, μοντέρνα Ιουλιέττα, έκρινε ότι το γκαζόν παραήταν δροσερό καί, φοβούμενη μήπως αρπάξη τίποτα μητρικά ή κάτι παρόμοιο, άνοιξε την πόρτα τού πατρικού σπιτιού κι’ έβαλε μέσα τον Ρωμαίο της αργά τη νύχτα.

Μιά, δυό, τρείς, τρίτη και φαρμακερή πού λένε, τούς παίρνει μάτι από το παράθυρο ο Μπόμπ, το χριστιανοροκάκι αδερφάκι, την ώρα πού φιλιόντουσαν στο κατευόδιο το χάραμα. Την ίδια μέρα κι’όλας παίρνει το 4Χ4 τού μπαμπά καί πάει επίσκεψη στη γκαρσονιέρα τού πρώην ναύτη.

«Ν’ αφήσης ήσυχη την αδερφή μου, γιατί θα τα πώ όλα στον μπαμπά» λέει το βουτυρο-ροκόπαιδο

Όπότε ο πρώην ναύτης τί κάνει;

Βουτάει ένα μαχαίρι από το τραπέζι καί το μπήγει στην κοιλιά τού παρ’ ολίγον κουνιάδου του, δίνοντάς του την ευκαιρία να πάη να περάση τούς τσαμπουκάδες του στον κάτω κόσμο – ψέμματα – στον απάνω, πού ζεί ο μπάτλερ (οικονόμος ελληνιστί) τού father Jesus του, τί να λέμε ονόματα τώρα, ξεύρετε, αυτός πού ξεσκαρτάρει ποιός πάει στην Κόλαψη καί ποιός στον Παράβραστο...

Στη συνέχεια τυλίγει το πτώμα στην πλαστική κουρτίνα τού μπάνιου, το φορτώνει στο 4Χ4 τού παπά, κάθεται στο τιμόνι και πάει στην εξοχή όπου το πετάει σε κάποια λιμνούλα, (νάχουν οι πέστροφες και τα χρυσόψαρα κάτι να μασουλήσουν), επιστρέφει το 4Χ4 στην αυλή τού σπιτιού τού παπά και γυρίζει σπίτι του πεινασμένος ύστερα από τέτοιον κάματο,το καυμένο το παιδί (!) να επιπέση σε κανα- δυό χάμπουργκερς κι’ άλλες τόσες μπύρες!

Μετά από κανα-δυό μέρες ο πάστωρ με το τσιγκελωτό μουστάκι δηλώνει εξαφάνιση τού παστορόπαιδου (προσέξτε πάλι μη μπλέξουμε το «α» με το «ου» και παρεξηγηθούμε) στην αστυνομία.

Η σερίφισα αστυνομικίνα υπηρεσίας υποβάλλει τις συνήθεις ερωτήσεις «μήπως είχε τάσεις νευρασθένειας – μήπως μαστουρωνότανε – μήπως τρυπιότανε το παιδί...» της είπανε «όχι» τα μάζεψε κι’ έφυγε, όλα καλά, τό τέλειο έγκλημα, έτσι γιά να παίρνουνε μαθήματα όλα τα ανα την υφήλιο επίδοξα ανθρωποκτόνα τσογλάνια.

Ύστερα από λίγον καιρό, μιά μέρα στο χαμπουργκεράδικο, αναμεταξύ τηγανιτών μεταλλαγμένων κοτόπουλων, μαγιονέζας πολυαιθυλαινίου, χεστάπ από ακρυλικές ντομάτες και πέπσυ ρόχας λάϊτ, η Ιουλιέττα σκάει το παραμύθι στον Ρωμαίο της.

«Είμαι έγκυος»

Λιγώνεται ο επίδοξος μπαμπάς και της φιλάει τα χέρια.

Ύστερα τί κάνει ;

Κρατηθείτε, αναγνώστες! Πάρετε και καμμιά ασπιρίνη καλού κακού!

Την παίρνει και την πάει στη λιμνούλα...

«Εδώ πέταξα το πτώμα τού αδερφού σου μετά πού τον μαχαίρωσα» της λέει. «Γιά σένα το έκανα...γιά μάς...γιά τον έρωτά μας πού πήγε να τον διαλύση αυτός ο ηλίθιος!»

Η κοπέλλα τού πιάνει το χέρι με συγκατάβαση – πού δάκρυα, πού ξέσπασμα, πού σπαραγμός γιά το θάνατο τού αδερφού, πού βδελυγμία κι’ αποστροφή γιά τον φονηά....τίποτα από όλα αυτά, μπαίνει στο αυτοκίνητο και γυρίζουν πίσω σαν να μήν συνέβη τίποτα!

Ύστερα από λίγες μέρες η κοπέλλα τον παίρνει κι επιστρέφουν στη λίμνη όπου λένε μία προσευχή γιά ανάπαυση της ψυχής τού αδικοσφαγμένου. Εκεί τον ρωτάει «αγάπη μου, μήπως μετάνοιωσες πού έσφαξες τον αδερφούλη μου;»

«Ναί, μετάνοιωσα, αγάπη μου» λέει το καθήκι

«Σ’ αγαπώ» τού λέει και τού σκάει ένα φιλί.

Λίγες μέρες αργότερα ο παπάς πάει στο σπίτι τού δράστη. Τον παίρνει και πάνε σπίτι του. Ανοίγει την πόρτα τού γκαράζ και βγάζει ένα μοντέρνο τόξο ακριβείας

«Έλα να σε μάθω τοξοβολία πού ήτανε το χόμπυ τού γιού μου» τού λέει...

Μετά τον καλεί γιά φαγητό στο σπίτι...

Ύστερα από λίγες μέρες τον κάνει σώγαμπρο.

Περνάει ο μάγκας ο σκηνοθέτης πλάνα στο σαλόνι με το μπαμπά, τη μαμά, την γκαστρωμένη Ιουλιέττα και τον δολοφόνο σώγαμπρο να βλέπουν τηλεόραση...δεν τρέχει τίποτα, λέει...

Καί κάποια Κυριακή, σε έκρηξη ανωμολόγητης ενώπιον τού εκκλησιάσματος, της γυναίκας του και της κόρης του, εξομολόγησης, ο τραγικός τσιγκελομουστακοφόρος παπάς, τί ανακοινώνει;

Ότι όταν ήταν νέος, πρίν τον σημερινό του γάμο, είχε αποπλανήσει μία γυναίκα, της έκανε ένα παιδί και την κοπάνησε. Καί καρπός αυτής της ένωσης ήτανε – είναι αυτός ο νέος πού βλέπετε μπροστά σας, αυτός ο νέος πού υπηρέτησε το ένδοξο Αμερικανικό ναυτικό, αυτός ο νέος πού έρχεται τώρα να πέση στην αγκαλιά μου....ο γιός μου!

[Εγώ ο μαλάκας θεατής συμπληρώνω...»Ρε καριόλη πάστορα όταν τον έκανες σώγαμπρο να πηδάη την κόρη σου δεν ήξερες, βρέ αρχιθεομπαίχτη, ότι ήτανε γιός σου ;»]

Το γκρό πλάν πάει στην κόρη πού δείχνει να παθαίνη ψυχικό τραλαλά όταν ανακαλύπτει εκ στόματος πατρός ότι πηδιότανε με τον ετεροθαλή αδερφό.

Ο οποίος εν πλήρει συνειδήσει ότι πηδούσε την αδερφή του όλο αυτό το διάστημα, σφίγγεται όλο στοργή στην αγκαλιά τού μπαμπά.

Τό ποίμνιο (ΜΑ ΤΙ ΠΟΙΜΝΙΟ!!!) κλαίει από συγκίνηση και χειροκροτεί (τό άμοιρο!!!!)

Η μαμά Σάρα βγαίνει στο δρόμο σαν τρελλή, παρα λίγο να την πατήσουν τα διερχόμενα αυτοκίνητα.

Ο πάστορας εγκαταλείπει την συζυγική παστάδα (γιατί άραγε;;;) και πιάνει δωμάτιο σε ξενοδοχείο.

Η γκαστρωμένη Ιουλιέττα ψού, ψού, ψού, εξομολογείται τα καθέκαστα γιά την αιμομικτική εγκυμοσύνη της και το σφάξιμο τού αδερφού στη μαμα Σάρα.

Ο πρωταγωνιστής δολοφόνος τις βλέπει από το παράθυρο της κρεββατοκάμαρας πού τα λένε στην αυλή και την ψυλλιάζεται.

Προτελευταία σκηνή : Στό διπλό κρεββάτι τού σπιτιού ο δολοφόνος εναποθέτει το πτώμα της Ιουλιέττας του δίπλα από το πτώμα της μητέρας της (ο σκηνοθέτης δεν καταδέχεται να μάς πή τίνι τρόπω – διά ποίου μέσου διέπραξε ο ενσυνείδητος αιμομίκτης το δεύτερο διπλό φονικό) Στη συνέχεια περιχύνει τα δωμάτια με βενζίνη καί βάζει φωτιά γιά να εξαφανίση κάθε ίχνος και υποψία...

Τελευταία σκηνή : Επισκέπτεται τον παπά στο ξενοδοχείο και τι τού λέει ;

«Father, I decided to reconcile with God»

«Μπαμπά, αποφάσισα να συμφιλιωθώ με τον Θεό»

Σημείωση συγγραφέα : «Ποιό Θεό, βρέ πούστη ;»

2η >> >> Όποιος αναγνώστης θέλει να ανοίξη διάλογο, παραθέτων τις απόψεις του αναφορικώς με τα συμπεράσματα – ηθικά διδάγματα αυτού τού βασισμένου στην εξωφρενική – σχιζοφρενική θρησκεία της μετάνοιας εξαμβλωματικού φίλμ, είναι ευπρόσδεκτος...Τις απόψεις του θα διακινήσω εν είδει forum πρός όλους τούς αποδέκτες, καθώς και τις ανταπαντήσεις

Μαδαγασκάρη 18.09.08

Ζείρων

Vassilis@kouvaros.com