ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΘΕΟΣ ΠΑΝ. Ο μεγάλος Θεός Παν ετιμάτο ως ο δημιουργός και διευθυντής των ιερών χορών που υποτίθεται πως καθιέρωσε για να συμβολίσει τις κυκλικές κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Ο Παν ήταν ένα σύνθετο πλάσμα, το ανώτερο μέρος του — με εξαίρεση τα κέρατά του —είναι ανθρώπινο, και το κατώτερο μέρος του είχε την μορφή αίγας.
Ο Παν είναι το πρωτότυπο της φυσικής ενέργειας και ενώ αναμφισβήτητα είναι μια φαλική θεότητα, δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τον Πρίαπο. Ο αυλός του Πανός δηλώνει τη φυσική αρμονία των σφαιρών, και ο Θεός ο ίδιος είναι ένα σύμβολο του Κρόνου επειδή αυτός ο πλανήτης είναι ενθρονισμένος στον Αιγόκερο, του ο οποίου το έμβλημα είναι μια αίγα. Οι Αιγύπτιοι μυήθηκαν στα μυστήρια του Πανός, ο οποίος θεωρήθηκε ως μία φάση του Δία.
Ο Παν αντιπροσώπευε τη γονιμοποιητική δύναμη του ήλιου και ήταν ο προϊστάμενος μιας ομάδος αγροτικών θεοτήτων, των Πάνες, των Φαύνων και των Σατύρων. Σήμαινε επίσης το πνεύμα ελέγχου των κατώτερων κόσμων.
Οι Χριστιανοί κατασκεύασαν την ιστορία όπου κατά την εποχή της γέννησης του Χριστού τα μαντεία σιώπησαν αφού έβγαλαν μια τελευταία κραυγή: «Ο μέγας Πάν πέθανε».
«Ο μέγας Πάν πέθανε»: Μία ακόμη κατασκευασμένη ιστορία από τους Χριστιανούς.
Ο Ευσέβιος παραθέτει τη διήγηση αυτή στην Ευαγγελική παρασκευή, 5, 17. Από πού την πήρε δεν το γνωρίζουμε. Μπορεί και να την κατασκεύασε ο ίδιος. Αργότερα το πιθανότερο είναι να εδόθη εντολή στους αντιγραφείς των μοναστηριών να προσθέσουν την διήγηση του Ευσέβιου στο κείμενο του Πλουτάρχου.
Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο του Πλουτάρχου:
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΛΕΛΕΙΠΟΤΩΝ ΧΡΗΣΤΗΡΙΩΝ:
17. Ενώ ο Ηρακλέων σιωπούσε και σκεφτόταν πάνω στο θέμα, ο Φίλιππος είπε: «Ωστόσο, Ηρακλέων, κακούς δαίμονες δεν έχει αφήσει μόνον ο Εμπεδοκλής, αλλά και ο Πλάτων, ο Ξενοκράτης και ο Χρύσιππος . Επίσης, όταν ο Δημόκριτος ευχόταν να συναντήσει «ευμενείς εικόνες (των θεών)», με τον τρόπο αυτό φανέρωνε πως γνώριζε και άλλες δυσμενείς, με μοχθηρές προθέσεις και τάσεις. Σχετικά με τον θάνατο τέτοιων φύσεων άκουσα λόγο από άνθρωπο όχι ασύνετο ούτε απατεώνα. Πατέρας του ρήτορα Αιμιλιανού, του οποίου και από σας ορισμένοι παρακολουθήσατε τα μαθήματα, ήταν ο Επιθέρσης, συμπολίτης μου και δάσκαλος γραμματικός. Τούτος είπε πως κάποτε που ταξίδευε προς την Ιταλία επιβιβάστηκε σε πλοίο, το οποίο μετέφερε εμπορικό φορτίο και πολλούς επιβάτες. Ήταν ήδη βράδυ όταν, στην περιοχή των Εχινάδων, έπεσε ο άνεμος, και το πλοίο παρασύρθηκε και βρέθηκε κοντά στους Παξούς. Οι περισσότεροι ήταν ξύπνιοι, πολλοί μάλιστα έπιναν ακόμη μετά το δείπνο. Ξαφνικά ακούστηκε φωνή από το νησί των Παξών, κάποιος που φώναζε δυνατά τον Θαμούν, προκαλώντας την έκπληξη. Ο Θαμούς ήταν Αιγύπτιος καπετάνιος και λίγοι επιβάτες τον γνώριζαν με το όνομα του. Δύο φορές που άκουσε το όνομα του έμεινε σιωπηλός, την τρίτη όμως απάντησε σε αυτόν που τον φώναζε. Εκείνος με πιο δυνατή φωνή του είπε: «Όταν φτάσεις στο Παλώδες, να αναγγείλεις πως ο μέγας Πάν πέθανε». Όταν το άκουσαν, είπε ο Επιθέρσης, όλοι έμειναν εμβρόντητοι. Καθώς συζητούσαν μεταξύ τους για το αν ήταν καλύτερο να εκτελέσουν το πρόσταγμα ή να μην προβληματίζονται και να αδιαφορήσουν, ο Θαμούς αποφάσισε, αν φυσούσε άνεμος, να περάσει από εκεί χωρίς να κάνει τίποτα, ενώ, αν υπήρχε νηνεμία και γαλήνη, να επαναλάβει αυτό που άκουσε. Όταν, λοιπόν, έφτασε στο Παλώδες, καθώς δεν υπήρχε άνεμος ούτε θαλασσοταραχή, ο Θαμούς, κοιτάζοντας από την πρύμνη προς τη στεριά, είπε, όπως ακριβώς το είχε ακούσει, πως «Ο μέγας Πάν πέθανε» . Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ακούστηκε δυνατός στεναγμός όχι ενός αλλά πλήθους ανάμεικτος με βαθύτατη έκπληξη. Καθώς ήταν πολλοί άνθρωποι παρόντες, γρήγορα η ιστορία κυκλοφόρησε στη Ρώμη και ο Θαμούς έλαβε πρόσκληση να παρουσιαστεί στον Καίσαρα Τιβέριο. Ο Τιβέριος πίστεψε τη διήγηση του τόσο ώστε ζήτησε πληροφορίες και έκανε έρευνες για τον Πάνα. Οι φιλόλογοι του περιβάλλοντος του, που δεν ήταν και λίγοι, διατύπωσαν την υπόθεση ότι ήταν το παιδί του Ερμή και της Πηνελόπης». Ο Φίλιππος είχε ως μάρτυρες και ορισμένους από τους παρευρισκομένους, που είχαν ακούσει τον γέροντα Αιμιλιανό να διηγείται την ιστορία.
ΣΧΟΛΙΑ:
Κατά τον Μάνλυ Χώλ «Οι μυστικές διδασκαλίες όλων των αιώνων», «Οι Χριστιανοί κατασκεύασαν την ιστορία όπου κατά την εποχή της γέννησης του Χριστού τα μαντεία σιώπησαν αφού έβγαλαν μια τελευταία κραυγή: «Ο μέγας Πάν πέθανε».
Σύμφωνα με την πληροφορία του Flaceliere (βλ. Εισαγωγικό σημείωμα στο έργο, σ. 92), ο Ευσέβιος παραθέτει τη διήγηση αυτή στην Ευαγγελική παρασκευή, 5, 17 κατ' αυτόν, ο θάνατος του Πανός επί Τιβερίου (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.) δεν σημαίνει παρά το τέλος του αρχαίου παγανισμού, τον οποίο νίκησε ο Χριστός. Ο Πάν ο μέγας δεν είναι πια ο προστάτης θεός των ποιμένων της Αρκαδίας, ο τριχωτός σύντροφος των Σατύρων, των Σιληνών και των Νυμφών, αλλά η ανώτατη εκείνη θεότητα, που οι Στωικοί ταύτιζαν με τον Δία-Κόσμο. Κατά τον Roscher πάλι (Jahrbuch fur klassischen Philologie, 145, 1892, 465-477, και Lexicon der Grieschischen und Romischen Mytho-logie, υ.λ. Πάν, η βιβλιογραφική παραπομπή από τον Flaceliere), ο μέγας Πάν δεν είναι άλλος από τον ιερό τράγο, ο οποίος λατρευόταν στη Μένδη και που ο θάνατος του συνοδευόταν πάντοτε με μοιρολόγια και τελετουργικές κραυγές. Ο Reinach τέλος (Cultes, mythes et religions, 3, 1-15· η βιβλιογραφική παραπομπή επίσης από τον Flaceliere), θεωρεί πως πρόκειται για τον θάνατο του Θαμούς, όπως ήταν το Συριακό όνομα του Άδωνι, που τον θάνατο του θρηνούσαν κραυγάζοντας οι πιστοί.-