ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

ΕΠΙ-ΣΚΕΨΕΙΣ:

11 Απριλίου 2008

Η χυδαιότης των «επωνύμων»


Όλα μπορεί να τα αντιμετωπίσει κανείς, εκτός από τη χυδαιότητα των άλλων. Το περίεργο είναι πως όσο λιγότερο δικαιολογείται η χυδαιότητα ως συμπεριφορά, τόσο πιο επιθετική εκδηλώνεται. Να κατανοήσει, ακόμα και να δικαιολογήσει κανείς, τη χυδαιότητα σ΄ έναν προθάλαμο νοσοκομείου ή σ΄ έναν πόλεμο, αλλά σ΄ έναν χώρο πολιτισμού γίνεται κάτι το αδιανόητο, γιατί υποτίθεται ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα έχει υποχρεώσει τη χυδαιότητα να υποχωρήσει, αν όχι να παροπλιστεί. Για να εξαφανιστεί, μη το συζητάμε. Καιροφυλακτεί συνήθως αφού έχει χρησιμοποιήσει τη λεοντή τής ευγένειας, της συστολής ή και της προσφοράς ακόμα, για να προσβάλλει καίρια το θύμα της. Και αναρωτιέται κανείς: ντύθηκε και στολίστηκε ένας άνθρωπος, βγήκε από το σπίτι του, πήρε ταξί και πήγε σ΄ ένα θέατρο ή σε μια αίθουσα συναυλιών, για να φαρμακώσει έναν άλλον άνθρωπο; Ένιωσε δηλαδή πως η μοναδική αποζημίωση για την ταλαιπωρία που σ΄ αυτήν υποχρεώθηκε, αντί για την πνευματικότητα του θεάματος ή του ακροάματος, θα ήταν να πετάξει το φαρμακερό του βέλος; Δεν είναι σαν να ομολογεί πως δεν κάθησε στο σπίτι του (όταν μάλιστα είναι και εργένης) γιατί δεν είχε σε ποιον να επιτεθεί;
Πώς θα νιώθατε εσείς οι ίδιοι αν σε μια σχετική εκδήλωση ακούγατε έναν «πνευματικό άνθρωπο» να λέει σ΄ έναν συνάδελφό του που δεν του έφταιξε σε τίποτε απολύτως, εις επήκοον επτά το λιγότερο ανθρώπων, ενώ όλοι μαζί οδεύανε σ΄ έναν κατάφορτο μπουφέ: «Πάμε να σου τυλίξω τα φαγώσιμα σε μια χαρτοπετσέτα ώστε να τα φας αύριο το μεσημέρι σπίτι σου». Όσο κι αν οι πάντες καταλαβαίνουν πως ενώ φαντάζεται κανείς πως εξευτελίζει τον άλλον, στην πραγματικότητα εξευτελίζεται ο ίδιος, η ατμόσφαιρα που δημιουργείται τη στιγμή της προσβολής κάνει τον άνθρωπο που ταπεινώνεται να εύχεται ν΄ ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Δεν υπάρχει όμως πιο επικίνδυνο και ποταπό άτομο στον κόσμο από εκείνο που υπολογίζει σε μια ολιγοπρόσωπη σύναξη ή ακόμα και σε μια πολυάριθμη συγκέντρωση, στις αυθόρμητες αντιδράσεις, πριν ακολουθήσει δηλαδή κάποια σκέψη ή κάποια επεξεργασία, από πλευράς των άλλων, των λόγων που υπαγόρευσαν την προσβολή που εκτοξεύτηκε.
Βέβαια θα μπορούσε να αποδώσει κανείς μιαν ανάλογη στάση ακόμα και σε ηλιθιότητα, αν δεν αναρωτιόταν για το είδος της ηλιθιότητας που δείχνει να μη σέβεται τη σύμβαση που συνιστά ο κοινωνικός χώρος ώστε να μη στρέφεται κανείς εναντίον του άλλου. Καθώς αυτός ο άλλος (ο προσβαλλόμενος) με την ίδια έλλειψη σεβασμού της σύμβασης θα μπορούσε να σου καταμαρτυρήσει πράγματα που κυριολεκτικά θα σε εξοντώνανε. Βέβαια και μόνο το γεγονός ότι φαντάστηκες πως ταπεινώνεις έναν άνθρωπο, με το να μετέλθεις ως κατηγόρια μιαν ανάγκη όπως αυτή του να φάει κάποιος, που έχει στοιχίσει στην ανθρωπότητα τόση αγωνία, τόσο πόνο και τόσα δάκρυα, είναι κάτι που σε καταγγέλλει ως κάτι περισσότερο από χυδαίο, σε καταγγέλλει ως έναν άνθρωπο εκτός τόπου και χρόνου. Έναν άνθρωπο που εξέλαβε τη φωταγωγημένη αίθουσα ως ισόβια, αναντικατάστατή του συνθήκη. Δεν υπολόγισες ο δύσμοιρος πως φτάνει ένα φύσημα για να φτάσεις να εκλιπαρείς κάτι για το οποίο ειρωνεύτηκες τους άλλους. Πόσο ωραία το γράφει ο Ρενέ Σαρ: «Μην αρνείστε οτιδήποτε απ΄ ό,τι σας προσφέρουν. Κάποτε θα γίνετε επαίτες για μεγαλύτερες αρνήσεις».
Φαίνεται όμως πως κανείς δεν μπορεί να γίνει τόσο χυδαίος όσο ένας άνθρωπος που είναι ή αισθάνεται «επώνυμος». Πιστεύοντας πως η ακτινοβολούσα εικόνα του μπορεί να απορροφήσει όλες τις ιδιότητες και να τις μετατρέψει σε μια λάμψη που εξαφανίζει τις κηλίδες, η χυδαιότητά του που φαντάζει απίστευτη κάνει να μεγαλώνει (κατά τον ίδιο πάντα) η εκτυφλωτικότητα αυτής της λάμψης. Η «επωνυμία» λοιπόν που έχει ως συνεργό τη λογική της εικόνας μεταβάλλεται σ΄ έναν νομιμοποιημένο Γολιάθ, που αφαιρεί από τον Λόγο-Δαβίδ όχι απλά τη σφεντόνα του, αλλά τον καταργεί εντελώς.

Του Θανάση Θ. Νιάρχου

O Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».

ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ